Η επέκταση της δραστηριότητας των Μ.Κ.Ο. σε παγκόσμια κλίμακα δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορα τα κόμματα και τις κυβερνήσεις, που νιώθουν ολοένα και περισσότερο τις αντανακλάσεις αυτής της δραστηριότητας στο πολιτικό επίπεδο.Από την μία μεριά το πνεύμα της αλληλεγγύης και του εθελοντισμού, που πρεσβεύουν σε μεγάλο βαθμό αυτές οι οργανώσεις και που διεγείρει την κοινωνία και από την άλλη η ανάπτυξη του τρίτου τομέα της οικονομίας που προκύπτει από την δραστηριότητά τους αναγκάζουν τα κόμματα να συζητήσουν τις σχέσεις που θέλουν να έχουν με αυτές τις Μ.Κ.Ο., αλλά και το επίπεδο συνεργασίας που είναι αναγκαίο για την αποτελεσματικότητά τους.
Αναφερόμαστε στον εθελοντισμό ως δημιουργική σχέση και κινητήρια δύναμη στον εμπλουτισμό της πολιτικής των κομμάτων, γιατί οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις στον 21ο αιώνα αναμένεται να έχουν την σημασία που είχε ο συνδικαλισμός στον 20ο αιώνα.
Υπάρχουν όμως αντινομίες και αμοιβαία καχυποψία στις σχέσεις κομμάτων και Μ.Κ.Ο., γεγονός που δυσχεραίνει την πρόοδο αυτών των σχέσεων, και πρέπει να τις εξηγήσουμε, πριν καταλήξουμε σε πρακτικές προτάσεις.
Στις Μ.Κ.Ο., παρά την έκταση του φαινομένου και την σημασία του, υπάρχει ένας κατακερματισμός της έκφρασης, μέσα από ένα τεράστιο μωσαϊκό της εθελοντικής δράσης, χωρίς την απαραίτητη δικτύωση και επικοινωνία μεταξύ τους, ο οποίος μειώνει δυσανάλογα την πολιτική σημασία των οργανώσεων αυτών. Αυτό το γεγονός παρουσιάζει και το μειονέκτημα, σε σχέση με το πολιτικό κόμμα, ότι δεν ενοποιεί τις δυνάμεις που έχουν ως όραμα την Κοινωνία των Πολιτών.
Από την άλλη πλευρά, τα κόμματα μέχρι τώρα παρουσιάζονται ενοποιημένα στις επιδιώξεις τους μόνο σε σχέση με το κράτος και την εξουσία και όχι σε σχέση με το εθελοντικό κίνημα. Στα κόμματα αντικειμενικά έχουμε μια δικτύωση κρατικών στελεχών, μια δικτύωση στελεχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του συνδικαλισμού και απουσία δικτύωσης στελεχών που ασχολούνται με τις εθελοντικές οργανώσεις. Αυτό το μεγάλο έλλειμμα στην δικτύωση και την επικοινωνία θα πρέπει κατ’ αρχήν να καλυφθεί.
Ας μην ξεχνάμε ότι το κόμμα ιστορικά είναι ένας θεσμός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ενώ οι Μ.Κ.Ο. ανταποκρίνονται περισσότερο στην Κοινωνία των Πολιτών. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να επιτευχθεί μια ενότητα αντιθέτων και αυτό απαιτεί βαθιά τομή και επεξεργασία στα σύγχρονα πολιτικά συστήματα.
Η σύζευξη, αν και είναι εκ των πραγμάτων αναγκαία, είναι ταυτοχρόνως και επαναστατική, γιατί τα κόμματα πρέπει να σεβαστούν την αυτονομία των Μ.Κ.Ο. και να μην τις υποτάξουν στην κρατικίστικη και αντιπροσωπευτική λογική που έχουν τα στελέχη τους, αποδεχόμενα τον αυτοπεριορισμό τους. Διαφορετικά, δεν μπορεί να υπάρξει γόνιμη αλληλεπίδραση των δύο θεσμών και ιστορικών φαινομένων.
Η παραδοσιακή λογική, που απλά υιοθετεί οργανωτικά ένα κόμμα, αφομοιώνοντας ένα μέρος των αυτόνομων κινήσεων και τέλος οικειοποιούμενο μια καινούργια τάση της κοινωνίας, όπως είναι η ανάπτυξη των Μ.Κ.Ο., μπορεί να αποφέρει πρόσκαιρα οργανωτικά οφέλη στα κόμματα, αλλά δεν έχει μακρόπνοη προοπτική, γιατί θα ξεσπάσουν αργά ή γρήγορα εσωτερικές αντιθέσεις που θα θέσουν σε δοκιμασία την σχέση, εάν η σχέση περιοριστεί στα πλαίσια των «πελατειακών σχέσεων» του κομματικού κρατισμού.
Οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μακροπρόθεσμων δημιουργικών σχέσεων κομμάτων και Μ.Κ.Ο. πρέπει να έχουν βασική πυξίδα την ενίσχυση της αυτονομίας των Μ.Κ.Ο., ως συστατικό στοιχείο της συμμετοχικής δημοκρατίας και της ύπαρξης του εθελοντισμού, και εμμέσως μόνο πρέπει να επιδιώκεται η πολιτική και οργανωτική ανταποδοτικότητα, ως αποτέλεσμα προσφοράς μέσα από κοινότητες ιδεών και γνώσης.
Άρα, για την Ελλάδα και όπως έχουν σήμερα οι συνθήκες, θα πρέπει να θέσουμε ορισμένους άξονες πολιτικής, που είναι:
• Ενίσχυση της δικτύωσης και της οριζόντιας επικοινωνίας των Μ.Κ.Ο., την οποία έχουν ανάγκη.
• Δημιουργία ανεξάρτητης αρχής πιστοποίησης των Μ.Κ.Ο. στην Ελλάδα. Όχι στην κομματική και κρατική πιστοποίηση, την οποία απορρίπτουν άλλωστε οι ίδιες οι Μ.Κ.Ο.
• Τα κόμματα, από την πλευρά τους, μπορούν να οργανώσουν περιφερειακά παρατηρητήρια και δεξαμενές σκέψης για την ενίσχυση του έργου των Μ.Κ.Ο., χωρίς όμως την οργανωτική χειραγώγηση.
• Παρ’ όλα τα πιθανά προβλήματα, πρέπει να πούμε ναι σε μια θαρραλέα οργανωτική πολιτική του κόμματος, υποστηρικτική για τις Μ.Κ.Ο.
Τονίζουμε την υποστηρικτική σχέση και όχι κορπορατιβιστική. Δεν μπορούμε ασφαλώς να αφαιρέσουμε από τα κόμματα το δικαίωμα να έχουν οργανωτικές καταστατικές διατάξεις για τις Μ.Κ.Ο., πρέπει όμως να οριοθετήσουμε τι είναι γόνιμο και τι προβληματικό.
Θεωρούμε ότι είναι θεμιτό και επιθυμητό να έχουν τα κόμματα, από την μεριά τους, και οργανωτικές στοχεύσεις μέσα στο αναπτυσσόμενο εθελοντικό κίνημα, κάτι που επιβάλλεται και από την ανταγωνιστικότητα των κομμάτων να επηρεάσουν κάθε κοινωνική ομάδα και σύνολο, και στην προκειμένη περίπτωση τις Μ.Κ.Ο, ανταγωνιστικότητα την οποία δεν θα αποφύγουμε στο άμεσο μέλλον, καθώς ήδη αρχίζουν να εμπλέκονται όλα τα κόμματα.
Δεν πρέπει να παραβλέψουμε όμως και τα προβλήματα, τα οποία θα ανακύψουν σε κάθε περίπτωση, εάν επικρατήσει η λογική του ελέγχου και της κομματικής πατερναλιστικής πιστοποίησης των υφιστάμενων οργανώσεων με τις κομματικοποιημένες Μ.Κ.Ο. Εδώ θα πρέπει να αποφευχθούν πάση θυσία οι παρενέργειες από την ανάδειξη νέων πελατειακών σχέσεων με συμπτώματα εξαρτημένων - από το κόμμα και το κράτος - Μ.Κ.Ο.
Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η σύνδεση κομμάτων και Μ.Κ.Ο. και η σύζευξη δεν θα γίνει με κάποιον αυθόρμητο αυτοματισμό, όταν ωριμάσουν περισσότερο οι συνθήκες. Ασφαλώς, τα κόμματα θα πρέπει να φροντίσουν για την δημιουργία ενός μεγαλύτερου και πιο γόνιμου πολιτικού περιβάλλοντος με ποιοτικές και καινοτόμες πολιτικές στον χώρο των Μ.Κ.Ο.
Αυτές όμως οι πολιτικές θα πρέπει να περιορίζονται στην οργανωτική επικοινωνία και την επιμόρφωση και να μην καταλήγουν στον παραδοσιακό εκλογοθηρικό χαρακτήρα, γιατί διαφορετικά θα γίνουν απωθητικές και για τις Μ.Κ.Ο. και για την κοινωνία.
Προτείνεται με άλλα λόγια η μέση οδός. Όχι στον κορπορατιβισμό και τον πατερναλιστικό ρόλο των κομμάτων, όχι όμως και στην παθητική στάση, με το πρόσχημα ότι ο χρόνος δουλεύει για μας, με προοδευτική ανακλαστικότητα υπέρ της συνεργασίας των κομμάτων με τις Μ.Κ.Ο. Η συνεργασία, για να αναπτυχθεί, απαιτεί το κατάλληλο πολιτικό περιβάλλον, επεξεργασία θέσεων και υποστηρικτικές δομές.
Συμπερασματικά
Στα σύγχρονα ανοικτά κόμματα στην κοινωνία, ταιριάζει η υποστήριξη της αυτονομίας των Μ.Κ.Ο. και ο στόχος της ανεξάρτητης αρχής πιστοποίησης. Όχι όμως και η απολίτικη συμπεριφορά, ο θρυμματισμός της έκφρασης και η έλλειψη συντονισμού που υπάρχει σήμερα στον χώρο του εθελοντικού κινήματος στην Ελλάδα. Γιατί αν θέσουμε το ερώτημα ποιος ευνοείται από αυτόν τον κατακερματισμό και την έλλειψη δικτύωσης, η απάντηση είναι ότι ευνοείται ο σφετερισμός της εκπροσώπησης και μια ολιγαρχία στον χώρο των Μ.Κ.Ο. των μεγάλων οργανώσεων, που λειτουργούν καθαρά επιχειρηματικά – επαγγελματικά και θέλουν να είναι προνομιακοί συνομιλητές με την πολιτική ηγεσία εις βάρος της πλειονότητας των συλλογικών οργανώσεων.
Δεν υποβαθμίζουμε με αυτήν την άποψη τον θετικό ρόλο που μπορούν να έχουν οι μεγάλες και διεθνείς Μ.Κ.Ο., ακόμα και οι επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν την εταιρική ευθύνη. Απλά επισημαίνουμε ότι δεν μπορεί να είναι αποδεκτές σε ένα ανοικτό κόμμα οι μονοπωλιακές καταστάσεις στην αντιπροσώπευση και στην διαβούλευση.
Η επιδίωξη λοιπόν δημιουργικών σχέσεων θα πρέπει να έχει προσανατολισμό να εκφράσει το σύνολο των εθελοντικών οργανώσεων, την δικτύωση και την οριζόντια επικοινωνία όλων, προσφέροντας την οργανωτική δικτύωση των κομμάτων στην υπηρεσία της αυτόνομης ανάπτυξης του εθελοντικού κινήματος στην Ελλάδα. Αυτή η προοπτική συμβαδίζει με το πρόταγμα της ενίσχυσης της κοινωνικής δημοκρατίας.
Αναφερόμαστε στον εθελοντισμό ως δημιουργική σχέση και κινητήρια δύναμη στον εμπλουτισμό της πολιτικής των κομμάτων, γιατί οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις στον 21ο αιώνα αναμένεται να έχουν την σημασία που είχε ο συνδικαλισμός στον 20ο αιώνα.
Υπάρχουν όμως αντινομίες και αμοιβαία καχυποψία στις σχέσεις κομμάτων και Μ.Κ.Ο., γεγονός που δυσχεραίνει την πρόοδο αυτών των σχέσεων, και πρέπει να τις εξηγήσουμε, πριν καταλήξουμε σε πρακτικές προτάσεις.
Στις Μ.Κ.Ο., παρά την έκταση του φαινομένου και την σημασία του, υπάρχει ένας κατακερματισμός της έκφρασης, μέσα από ένα τεράστιο μωσαϊκό της εθελοντικής δράσης, χωρίς την απαραίτητη δικτύωση και επικοινωνία μεταξύ τους, ο οποίος μειώνει δυσανάλογα την πολιτική σημασία των οργανώσεων αυτών. Αυτό το γεγονός παρουσιάζει και το μειονέκτημα, σε σχέση με το πολιτικό κόμμα, ότι δεν ενοποιεί τις δυνάμεις που έχουν ως όραμα την Κοινωνία των Πολιτών.
Από την άλλη πλευρά, τα κόμματα μέχρι τώρα παρουσιάζονται ενοποιημένα στις επιδιώξεις τους μόνο σε σχέση με το κράτος και την εξουσία και όχι σε σχέση με το εθελοντικό κίνημα. Στα κόμματα αντικειμενικά έχουμε μια δικτύωση κρατικών στελεχών, μια δικτύωση στελεχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του συνδικαλισμού και απουσία δικτύωσης στελεχών που ασχολούνται με τις εθελοντικές οργανώσεις. Αυτό το μεγάλο έλλειμμα στην δικτύωση και την επικοινωνία θα πρέπει κατ’ αρχήν να καλυφθεί.
Ας μην ξεχνάμε ότι το κόμμα ιστορικά είναι ένας θεσμός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ενώ οι Μ.Κ.Ο. ανταποκρίνονται περισσότερο στην Κοινωνία των Πολιτών. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να επιτευχθεί μια ενότητα αντιθέτων και αυτό απαιτεί βαθιά τομή και επεξεργασία στα σύγχρονα πολιτικά συστήματα.
Η σύζευξη, αν και είναι εκ των πραγμάτων αναγκαία, είναι ταυτοχρόνως και επαναστατική, γιατί τα κόμματα πρέπει να σεβαστούν την αυτονομία των Μ.Κ.Ο. και να μην τις υποτάξουν στην κρατικίστικη και αντιπροσωπευτική λογική που έχουν τα στελέχη τους, αποδεχόμενα τον αυτοπεριορισμό τους. Διαφορετικά, δεν μπορεί να υπάρξει γόνιμη αλληλεπίδραση των δύο θεσμών και ιστορικών φαινομένων.
Η παραδοσιακή λογική, που απλά υιοθετεί οργανωτικά ένα κόμμα, αφομοιώνοντας ένα μέρος των αυτόνομων κινήσεων και τέλος οικειοποιούμενο μια καινούργια τάση της κοινωνίας, όπως είναι η ανάπτυξη των Μ.Κ.Ο., μπορεί να αποφέρει πρόσκαιρα οργανωτικά οφέλη στα κόμματα, αλλά δεν έχει μακρόπνοη προοπτική, γιατί θα ξεσπάσουν αργά ή γρήγορα εσωτερικές αντιθέσεις που θα θέσουν σε δοκιμασία την σχέση, εάν η σχέση περιοριστεί στα πλαίσια των «πελατειακών σχέσεων» του κομματικού κρατισμού.
Οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μακροπρόθεσμων δημιουργικών σχέσεων κομμάτων και Μ.Κ.Ο. πρέπει να έχουν βασική πυξίδα την ενίσχυση της αυτονομίας των Μ.Κ.Ο., ως συστατικό στοιχείο της συμμετοχικής δημοκρατίας και της ύπαρξης του εθελοντισμού, και εμμέσως μόνο πρέπει να επιδιώκεται η πολιτική και οργανωτική ανταποδοτικότητα, ως αποτέλεσμα προσφοράς μέσα από κοινότητες ιδεών και γνώσης.
Άρα, για την Ελλάδα και όπως έχουν σήμερα οι συνθήκες, θα πρέπει να θέσουμε ορισμένους άξονες πολιτικής, που είναι:
• Ενίσχυση της δικτύωσης και της οριζόντιας επικοινωνίας των Μ.Κ.Ο., την οποία έχουν ανάγκη.
• Δημιουργία ανεξάρτητης αρχής πιστοποίησης των Μ.Κ.Ο. στην Ελλάδα. Όχι στην κομματική και κρατική πιστοποίηση, την οποία απορρίπτουν άλλωστε οι ίδιες οι Μ.Κ.Ο.
• Τα κόμματα, από την πλευρά τους, μπορούν να οργανώσουν περιφερειακά παρατηρητήρια και δεξαμενές σκέψης για την ενίσχυση του έργου των Μ.Κ.Ο., χωρίς όμως την οργανωτική χειραγώγηση.
• Παρ’ όλα τα πιθανά προβλήματα, πρέπει να πούμε ναι σε μια θαρραλέα οργανωτική πολιτική του κόμματος, υποστηρικτική για τις Μ.Κ.Ο.
Τονίζουμε την υποστηρικτική σχέση και όχι κορπορατιβιστική. Δεν μπορούμε ασφαλώς να αφαιρέσουμε από τα κόμματα το δικαίωμα να έχουν οργανωτικές καταστατικές διατάξεις για τις Μ.Κ.Ο., πρέπει όμως να οριοθετήσουμε τι είναι γόνιμο και τι προβληματικό.
Θεωρούμε ότι είναι θεμιτό και επιθυμητό να έχουν τα κόμματα, από την μεριά τους, και οργανωτικές στοχεύσεις μέσα στο αναπτυσσόμενο εθελοντικό κίνημα, κάτι που επιβάλλεται και από την ανταγωνιστικότητα των κομμάτων να επηρεάσουν κάθε κοινωνική ομάδα και σύνολο, και στην προκειμένη περίπτωση τις Μ.Κ.Ο, ανταγωνιστικότητα την οποία δεν θα αποφύγουμε στο άμεσο μέλλον, καθώς ήδη αρχίζουν να εμπλέκονται όλα τα κόμματα.
Δεν πρέπει να παραβλέψουμε όμως και τα προβλήματα, τα οποία θα ανακύψουν σε κάθε περίπτωση, εάν επικρατήσει η λογική του ελέγχου και της κομματικής πατερναλιστικής πιστοποίησης των υφιστάμενων οργανώσεων με τις κομματικοποιημένες Μ.Κ.Ο. Εδώ θα πρέπει να αποφευχθούν πάση θυσία οι παρενέργειες από την ανάδειξη νέων πελατειακών σχέσεων με συμπτώματα εξαρτημένων - από το κόμμα και το κράτος - Μ.Κ.Ο.
Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η σύνδεση κομμάτων και Μ.Κ.Ο. και η σύζευξη δεν θα γίνει με κάποιον αυθόρμητο αυτοματισμό, όταν ωριμάσουν περισσότερο οι συνθήκες. Ασφαλώς, τα κόμματα θα πρέπει να φροντίσουν για την δημιουργία ενός μεγαλύτερου και πιο γόνιμου πολιτικού περιβάλλοντος με ποιοτικές και καινοτόμες πολιτικές στον χώρο των Μ.Κ.Ο.
Αυτές όμως οι πολιτικές θα πρέπει να περιορίζονται στην οργανωτική επικοινωνία και την επιμόρφωση και να μην καταλήγουν στον παραδοσιακό εκλογοθηρικό χαρακτήρα, γιατί διαφορετικά θα γίνουν απωθητικές και για τις Μ.Κ.Ο. και για την κοινωνία.
Προτείνεται με άλλα λόγια η μέση οδός. Όχι στον κορπορατιβισμό και τον πατερναλιστικό ρόλο των κομμάτων, όχι όμως και στην παθητική στάση, με το πρόσχημα ότι ο χρόνος δουλεύει για μας, με προοδευτική ανακλαστικότητα υπέρ της συνεργασίας των κομμάτων με τις Μ.Κ.Ο. Η συνεργασία, για να αναπτυχθεί, απαιτεί το κατάλληλο πολιτικό περιβάλλον, επεξεργασία θέσεων και υποστηρικτικές δομές.
Συμπερασματικά
Στα σύγχρονα ανοικτά κόμματα στην κοινωνία, ταιριάζει η υποστήριξη της αυτονομίας των Μ.Κ.Ο. και ο στόχος της ανεξάρτητης αρχής πιστοποίησης. Όχι όμως και η απολίτικη συμπεριφορά, ο θρυμματισμός της έκφρασης και η έλλειψη συντονισμού που υπάρχει σήμερα στον χώρο του εθελοντικού κινήματος στην Ελλάδα. Γιατί αν θέσουμε το ερώτημα ποιος ευνοείται από αυτόν τον κατακερματισμό και την έλλειψη δικτύωσης, η απάντηση είναι ότι ευνοείται ο σφετερισμός της εκπροσώπησης και μια ολιγαρχία στον χώρο των Μ.Κ.Ο. των μεγάλων οργανώσεων, που λειτουργούν καθαρά επιχειρηματικά – επαγγελματικά και θέλουν να είναι προνομιακοί συνομιλητές με την πολιτική ηγεσία εις βάρος της πλειονότητας των συλλογικών οργανώσεων.
Δεν υποβαθμίζουμε με αυτήν την άποψη τον θετικό ρόλο που μπορούν να έχουν οι μεγάλες και διεθνείς Μ.Κ.Ο., ακόμα και οι επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν την εταιρική ευθύνη. Απλά επισημαίνουμε ότι δεν μπορεί να είναι αποδεκτές σε ένα ανοικτό κόμμα οι μονοπωλιακές καταστάσεις στην αντιπροσώπευση και στην διαβούλευση.
Η επιδίωξη λοιπόν δημιουργικών σχέσεων θα πρέπει να έχει προσανατολισμό να εκφράσει το σύνολο των εθελοντικών οργανώσεων, την δικτύωση και την οριζόντια επικοινωνία όλων, προσφέροντας την οργανωτική δικτύωση των κομμάτων στην υπηρεσία της αυτόνομης ανάπτυξης του εθελοντικού κινήματος στην Ελλάδα. Αυτή η προοπτική συμβαδίζει με το πρόταγμα της ενίσχυσης της κοινωνικής δημοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου